Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbagarìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [bagaˈrino] 1 κερδοσκόπος 2 σπεκουλαδόρος 3 μαυραγορίτης 4 αισχροκερδής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |