Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbagagliàio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [bagaʎˈʎajo] 1 (auto) πορτ μπαγκάζ 2 (treno) η σκευοφόρος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |