Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


baglióre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [baʎˈʎore]

1 αστραποβόλημα
2 φλας
3 λάμψη
4 αναλαμπή
5 αστραπή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  baglio bagnante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

baggeo (αρσ. επίθ και ουσ)
baggianata (θηλ.ουσ)
baggiano (ουσ αρσ )
baggiano (επίθ.)
baglio (ουσ αρσ )
bagliore (ουσ αρσ )
bagnante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
bagnare (ρ. μτβ.)
bagnarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
bagnarola (θηλ.ουσ)
bagnasciuga (ουσ αρσ )
bagnata (θηλ.ουσ)
bagnato (επίθ.)
bagnatura (θηλ.ουσ)
bagnino (ουσ αρσ )
bagno (ουσ αρσ )
bagnomaria (ουσ αρσ )
bagnoschiuma (ουσ αρσ )
bagordo (ουσ αρσ )
baguette (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---