Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbàgno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈbaɲɲo] το μπάνιο, το λουτρό permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαbagni [αρσ. πλυθ.] termali = τα ιαματικά λουτρά || costume [αρσ.] da bagno = το μαγιό, το μπανιερό || sali [αρσ. πλυθ.] da bagno = τα άλατα μπάνιου Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |