Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


baiòcco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [baˈjɔkko]

1 χρήμα
2 λεφτά
3 νόμισμα μικρής αξίας (παλιό μπακιρένιο)
4 μπαγιόκο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bailamme baionetta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bagordo (ουσ αρσ )
baguette (θηλ.ουσ)
baia (θηλ.ουσ)
baiadera (θηλ.ουσ)
bailamme (ουσ αρσ )
baiocco (ουσ αρσ )
baionetta (θηλ.ουσ)
baionettata (θηλ.ουσ)
baita (θηλ.ουσ)
baiulo (ουσ αρσ )
balalaica (θηλ.ουσ)
balano (ουσ αρσ )
balascio (ουσ αρσ )
balaustra (θηλ.ουσ)
balaustrata (θηλ.ουσ)
balaustro (ουσ αρσ )
balbettamento (ουσ αρσ )
balbettare (ρ.αμτβ.)
balbettare (ρ. μτβ.)
balbettio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---