Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


balbettaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [balbettaˈmento]

1 ψέλλισμα
2 ψεύδισμα
3 βραδυγλωσσία
4 βαττάρισμα
5 βατταρισμός
6 τραύλισμα
7 τσέβδισμα
8 τραυλισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  balaustro balbettare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

balano (ουσ αρσ )
balascio (ουσ αρσ )
balaustra (θηλ.ουσ)
balaustrata (θηλ.ουσ)
balaustro (ουσ αρσ )
balbettamento (ουσ αρσ )
balbettare (ρ.αμτβ.)
balbettare (ρ. μτβ.)
balbettio (ουσ αρσ )
balbo (επίθ.)
balbuzie (θηλ.ουσ)
balbuziente (ουσ αρσ και θηλ.)
balbuziente (επίθ.)
Balcani (κύρ.όν.αρσ πληθ.)
balcanico (ουσ αρσ )
balcanico (επίθ.)
balcanizzare (ρ. μτβ.)
balcanizzazione (θηλ.ουσ)
balconata (θηλ.ουσ)
balcone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---