Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbalbuziènte
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [balbutˈtsjɛnte] 1 βραδύγλωσσος άνθρωπος 2 τραυλός άνθρωπος balbuziènte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [balbutˈtsjɛnte] 1 ψελλός 2 ψευδός 3 βραδύγλωσσος 4 τραυλός 5 τσεβδός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |