Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bàldo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈbaldo]

1 γενναίος
2 τολμηρός
3 ατρόμητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  baldanzoso baldoria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

balconata (θηλ.ουσ)
balcone (ουσ αρσ )
baldacchino (ουσ αρσ )
baldanza (θηλ.ουσ)
baldanzoso (επίθ.)
baldo (επίθ.)
baldoria (θηλ.ουσ)
baldracca (θηλ.ουσ)
balena (θηλ.ουσ)
balenamento (ουσ αρσ )
balenare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
baleniera (θηλ.ουσ)
baleniere (ουσ αρσ )
balenio (ουσ αρσ )
baleno (ουσ αρσ )
balenotto (ουσ αρσ )
balera (θηλ.ουσ)
balestra (θηλ.ουσ)
balestrare (ρ. μτβ.)
balestriera (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---