Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbalenòtto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [baleˈnɔtto] 1 μικρό νεογέννητο της φάλαινας 2 μικρή φάλαινα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |