Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


balenòtto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [baleˈnɔtto]

1 μικρό νεογέννητο της φάλαινας
2 μικρή φάλαινα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  baleno balera  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

balenare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
baleniera (θηλ.ουσ)
baleniere (ουσ αρσ )
balenio (ουσ αρσ )
baleno (ουσ αρσ )
balenotto (ουσ αρσ )
balera (θηλ.ουσ)
balestra (θηλ.ουσ)
balestrare (ρ. μτβ.)
balestriera (θηλ.ουσ)
balestriere (ουσ αρσ )
balestruccio (ουσ αρσ )
balia (θηλ.ουσ)
baliatico (αρσ. επίθ και ουσ)
balio (ουσ αρσ )
balioso (επίθ.)
balipedio (ουσ αρσ )
balista (θηλ.ουσ)
balistica (θηλ.ουσ)
balistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---