ItalianoGreco


balèstra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [baˈlɛstra]

1 καταπέλτης
2 διόρθωση λαθών σε σελιδοθέτη (τυπογραφία)
3 πλατύ ελατήριο (με λάμα)
4 βαλλιστική μηχανή αρχαίων
5 βαλλίστρα
6 σφεντόνα
7 καταπέλτης για οβίδες ή πέτρες


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---