Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbalìvo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [baˈlivo] 1 βοηθός σερίφη 2 δικαστικός κλητήρας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |