Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόballatóio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ballaˈtojo] 1 στοά 2 γαλαρία 3 αίθουσα εκθέσεων 4 πεζούλα (σε πλαγιά βουνού) 5 αναβαθμίδα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |