Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ballòtta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [balˈlɔtta]

1 ψήφος
2 βραστό κάστανο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ballonzolare ballottaggio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ballerino (ουσ αρσ )
ballerino (επίθ.)
balletto (ουσ αρσ )
ballo (ουσ αρσ )
ballonzolare (ρ.αμτβ.)
ballotta (θηλ.ουσ)
ballottaggio (ουσ αρσ )
balneare (επίθ.)
balneazione (θηλ.ουσ)
baloccare (ρ. μτβ.)
baloccarsi (ρ. μ. αμτβ.)
balocco (ουσ αρσ )
balordaggine (θηλ.ουσ)
balordo (ουσ αρσ )
balordo (επίθ.)
balsa (θηλ.ουσ)
balsamico (αρσ. επίθ και ουσ)
balsamina (θηλ.ουσ)
balsamo (ουσ αρσ )
balteo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---