Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbàllo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈballo] ο χορός permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαballo [αρσ.] in maschera = ο χορός μεταμφιεσμένων || ballo [αρσ.] mascherato = το μπαλ μασκέ Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |