Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbalsàmico
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [balˈsamiko] 1 ο του βάλσαμου 2 ανακουφιστικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |