Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


balzèllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [balˈtsɛllo]

1 βαριά φορολόγηση
2 καρτέρι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  balzellare balzelloni  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

balza (θηλ.ουσ)
balzano (επίθ.)
balzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
balzellare (ρ.αμτβ.)
balzellare (ρ. μτβ.)
balzello (ουσ αρσ )
balzelloni (επίρ.)
balzo (ουσ αρσ )
bambagia (θηλ.ουσ)
bambagina (θηλ.ουσ)
bambagino (αρσ. επίθ και ουσ)
bambina (θηλ.ουσ)
bambinaia (θηλ.ουσ)
bambinata (θηλ.ουσ)
bambineggiare (ρ.αμτβ.)
bambinesco (επίθ.)
bambino (ουσ αρσ )
bambino (επίθ.)
bambinone (ουσ αρσ )
bambocciata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---