Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bàlza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbaltsa]

1 κρόσσι
2 στρίφωμα
3 βάραθρο
4 απόκρημνος βράχος
5 γκρεμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  baluginio balzano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

balsamo (ουσ αρσ )
balteo (ουσ αρσ )
baluardo (ουσ αρσ )
baluginare (ρ.αμτβ.)
baluginio (ουσ αρσ )
balza (θηλ.ουσ)
balzano (επίθ.)
balzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
balzellare (ρ.αμτβ.)
balzellare (ρ. μτβ.)
balzello (ουσ αρσ )
balzelloni (επίρ.)
balzo (ουσ αρσ )
bambagia (θηλ.ουσ)
bambagina (θηλ.ουσ)
bambagino (αρσ. επίθ και ουσ)
bambina (θηλ.ουσ)
bambinaia (θηλ.ουσ)
bambinata (θηλ.ουσ)
bambineggiare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---