Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bàlzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbaltso]

1 σαλτάρισμα
2 πηδηματιά
3 σάλτο
4 αναπήδημα
5 αθέλητο σπασμωδικό τίναγμα
6 τίναγμα
7 πήδημα
8 απότομη πλευρά βράχου ή πάγου
9 απόκρημνος βράχος
10 ζάλο
11 άλμα
12 αναπήδηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  balzelloni bambagia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

balzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
balzellare (ρ.αμτβ.)
balzellare (ρ. μτβ.)
balzello (ουσ αρσ )
balzelloni (επίρ.)
balzo (ουσ αρσ )
bambagia (θηλ.ουσ)
bambagina (θηλ.ουσ)
bambagino (αρσ. επίθ και ουσ)
bambina (θηλ.ουσ)
bambinaia (θηλ.ουσ)
bambinata (θηλ.ουσ)
bambineggiare (ρ.αμτβ.)
bambinesco (επίθ.)
bambino (ουσ αρσ )
bambino (επίθ.)
bambinone (ουσ αρσ )
bambocciata (θηλ.ουσ)
bamboccio (ουσ αρσ )
bamboccione (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---