Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bambòccio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [bamˈbɔtʧo]

1 βλάκας
2 κούκλα από κουρέλια
3 κοντόχοντρο παιδί
4 αδύνατο μωρό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bambocciata bamboccione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bambinesco (επίθ.)
bambino (ουσ αρσ )
bambino (επίθ.)
bambinone (ουσ αρσ )
bambocciata (θηλ.ουσ)
bamboccio (ουσ αρσ )
bamboccione (ουσ αρσ )
bambola (θηλ.ουσ)
bamboleggiare (ρ.αμτβ.)
bambolo (ουσ αρσ )
bambolotto (ουσ αρσ )
bambù (ουσ αρσ )
bambusaia (θηλ.ουσ)
banale (επίθ.)
banalità (θηλ.ουσ)
banalizzare (ρ. μτβ.)
banana (θηλ.ουσ)
bananeto (ουσ αρσ )
bananiero (ουσ αρσ )
bananiero (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---