ItalianoGreco


bambìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [bamˈbino]

1 (piccolo) το μωρό
2 (più grande, figlio) το παιδί

bambìno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [bamˈbino]

1 ανώριμος
2 βρεφικός


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


abbigliamento [αρσ.] per bambino = τα παιδικά ρούχα || un bambino [αρσ.] = ένα αγοράκι || una bambina [θηλ.] = ένα κοριτσάκι



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---