Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bambinóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [bambiˈnone]

μεγάλο μωρό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bambino bambocciata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bambinata (θηλ.ουσ)
bambineggiare (ρ.αμτβ.)
bambinesco (επίθ.)
bambino (ουσ αρσ )
bambino (επίθ.)
bambinone (ουσ αρσ )
bambocciata (θηλ.ουσ)
bamboccio (ουσ αρσ )
bamboccione (ουσ αρσ )
bambola (θηλ.ουσ)
bamboleggiare (ρ.αμτβ.)
bambolo (ουσ αρσ )
bambolotto (ουσ αρσ )
bambù (ουσ αρσ )
bambusaia (θηλ.ουσ)
banale (επίθ.)
banalità (θηλ.ουσ)
banalizzare (ρ. μτβ.)
banana (θηλ.ουσ)
bananeto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---