Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bàmbolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbambolo]

1 βρέφος
2 νήπιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bamboleggiare bambolotto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bambocciata (θηλ.ουσ)
bamboccio (ουσ αρσ )
bamboccione (ουσ αρσ )
bambola (θηλ.ουσ)
bamboleggiare (ρ.αμτβ.)
bambolo (ουσ αρσ )
bambolotto (ουσ αρσ )
bambù (ουσ αρσ )
bambusaia (θηλ.ουσ)
banale (επίθ.)
banalità (θηλ.ουσ)
banalizzare (ρ. μτβ.)
banana (θηλ.ουσ)
bananeto (ουσ αρσ )
bananiero (ουσ αρσ )
bananiero (επίθ.)
banano (ουσ αρσ )
banca (θηλ.ουσ)
bancabile (επίθ.)
bancale (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---