ItalianoGreco


balórdo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [baˈlordo]

1 άνθρωπος δύσκολα συνεργάσιμος
2 άνθρωπος διανοητικά ανισόρροπος

balórdo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [baˈlordo]

1 καθυστερημένος
2 κουτός
3 χονδροκέφαλος
4 ανίκανος
5 παράξενος
6 αποβλακωμένος
7 βλαμμένος
8 ανόητος
9 κακόμοιρος
10 βλάκας
11 αναίσθητος
12 χαζός
13 αμβλύνους
14 ηλίθιος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---