Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


balneàre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [balneˈare]

1 ο του μπάνιου
2 λουτρικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ballottaggio balneazione  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


stabilimento [αρσ.] balneare = οι θερινές εγκαταστάσεις [f.]


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

balletto (ουσ αρσ )
ballo (ουσ αρσ )
ballonzolare (ρ.αμτβ.)
ballotta (θηλ.ουσ)
ballottaggio (ουσ αρσ )
balneare (επίθ.)
balneazione (θηλ.ουσ)
baloccare (ρ. μτβ.)
baloccarsi (ρ. μ. αμτβ.)
balocco (ουσ αρσ )
balordaggine (θηλ.ουσ)
balordo (ουσ αρσ )
balordo (επίθ.)
balsa (θηλ.ουσ)
balsamico (αρσ. επίθ και ουσ)
balsamina (θηλ.ουσ)
balsamo (ουσ αρσ )
balteo (ουσ αρσ )
baluardo (ουσ αρσ )
baluginare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---