Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbaliàtico
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [baˈljatiko] 1 παιδί που το προσέχει ή μεγαλώνει νταντά 2 αμοιβή της νταντάς permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |