Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


balconàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [balkoˈnata]

1 γαλαρία του θεάτρου
2 σειρά από μπαλκόνια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  balcanizzazione balcone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Balcani (κύρ.όν.αρσ πληθ.)
balcanico (ουσ αρσ )
balcanico (επίθ.)
balcanizzare (ρ. μτβ.)
balcanizzazione (θηλ.ουσ)
balconata (θηλ.ουσ)
balcone (ουσ αρσ )
baldacchino (ουσ αρσ )
baldanza (θηλ.ουσ)
baldanzoso (επίθ.)
baldo (επίθ.)
baldoria (θηλ.ουσ)
baldracca (θηλ.ουσ)
balena (θηλ.ουσ)
balenamento (ουσ αρσ )
balenare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
baleniera (θηλ.ουσ)
baleniere (ουσ αρσ )
balenio (ουσ αρσ )
baleno (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---