Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


balbettàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [balbetˈtare]

τραυλίζω

balbettàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [balbetˈtare]

κομπιάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  balbettamento balbettio  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


balbettare scuse = μασάω τα λόγια μου


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

balascio (ουσ αρσ )
balaustra (θηλ.ουσ)
balaustrata (θηλ.ουσ)
balaustro (ουσ αρσ )
balbettamento (ουσ αρσ )
balbettare (ρ.αμτβ.)
balbettare (ρ. μτβ.)
balbettio (ουσ αρσ )
balbo (επίθ.)
balbuzie (θηλ.ουσ)
balbuziente (ουσ αρσ και θηλ.)
balbuziente (επίθ.)
Balcani (κύρ.όν.αρσ πληθ.)
balcanico (ουσ αρσ )
balcanico (επίθ.)
balcanizzare (ρ. μτβ.)
balcanizzazione (θηλ.ουσ)
balconata (θηλ.ουσ)
balcone (ουσ αρσ )
baldacchino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---