Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbalbettìo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [balbetˈtio] 1 άναρθρες πρώτες λέξεις μωρού 2 φλυαρία 3 μωρολογία 4 τσέβδισμα 5 τραύλισμα 6 βατταρισμός 7 τραυλισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |