Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bàlbo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈbalbo]

1 βραδύγλωσσος
2 ψελλός
3 τσεβδός
4 ψευδός
5 τραυλός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  balbettio balbuzie  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

balaustro (ουσ αρσ )
balbettamento (ουσ αρσ )
balbettare (ρ.αμτβ.)
balbettare (ρ. μτβ.)
balbettio (ουσ αρσ )
balbo (επίθ.)
balbuzie (θηλ.ουσ)
balbuziente (ουσ αρσ και θηλ.)
balbuziente (επίθ.)
Balcani (κύρ.όν.αρσ πληθ.)
balcanico (ουσ αρσ )
balcanico (επίθ.)
balcanizzare (ρ. μτβ.)
balcanizzazione (θηλ.ουσ)
balconata (θηλ.ουσ)
balcone (ουσ αρσ )
baldacchino (ουσ αρσ )
baldanza (θηλ.ουσ)
baldanzoso (επίθ.)
baldo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---