Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


balaustràta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [balausˈtrata]

1 παραπέτο χαμηλό
2 κάγκελα σκάλας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  balaustra balaustro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

baiulo (ουσ αρσ )
balalaica (θηλ.ουσ)
balano (ουσ αρσ )
balascio (ουσ αρσ )
balaustra (θηλ.ουσ)
balaustrata (θηλ.ουσ)
balaustro (ουσ αρσ )
balbettamento (ουσ αρσ )
balbettare (ρ.αμτβ.)
balbettare (ρ. μτβ.)
balbettio (ουσ αρσ )
balbo (επίθ.)
balbuzie (θηλ.ουσ)
balbuziente (ουσ αρσ και θηλ.)
balbuziente (επίθ.)
Balcani (κύρ.όν.αρσ πληθ.)
balcanico (ουσ αρσ )
balcanico (επίθ.)
balcanizzare (ρ. μτβ.)
balcanizzazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---