Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbaguette
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [baˈgɛt] 1 ρούχο 2 τετράγωνο κόψιμο (στην χρυσοχοΐα) 3 ράβδος σύμβολο εξουσίας 4 μπαγκέτα 5 ράβδος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |