ItalianoGreco


bagnomarìa  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [baɲɲomaˈria]

1 διπλό σκεύος βρασμού
2 διπλό βαθύ τηγάνι για σάλτσες
3 μπεν μαρί (σκεύος κουζίνας)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---