Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bagnomarìa  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [baɲɲomaˈria]

1 διπλό σκεύος βρασμού
2 διπλό βαθύ τηγάνι για σάλτσες
3 μπεν μαρί (σκεύος κουζίνας)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bagno bagnoschiuma  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bagnata (θηλ.ουσ)
bagnato (επίθ.)
bagnatura (θηλ.ουσ)
bagnino (ουσ αρσ )
bagno (ουσ αρσ )
bagnomaria (ουσ αρσ )
bagnoschiuma (ουσ αρσ )
bagordo (ουσ αρσ )
baguette (θηλ.ουσ)
baia (θηλ.ουσ)
baiadera (θηλ.ουσ)
bailamme (ουσ αρσ )
baiocco (ουσ αρσ )
baionetta (θηλ.ουσ)
baionettata (θηλ.ουσ)
baita (θηλ.ουσ)
baiulo (ουσ αρσ )
balalaica (θηλ.ουσ)
balano (ουσ αρσ )
balascio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---