Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bàia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbaja]

ο όρμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  baguette baiadera  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bagno (ουσ αρσ )
bagnomaria (ουσ αρσ )
bagnoschiuma (ουσ αρσ )
bagordo (ουσ αρσ )
baguette (θηλ.ουσ)
baia (θηλ.ουσ)
baiadera (θηλ.ουσ)
bailamme (ουσ αρσ )
baiocco (ουσ αρσ )
baionetta (θηλ.ουσ)
baionettata (θηλ.ουσ)
baita (θηλ.ουσ)
baiulo (ουσ αρσ )
balalaica (θηλ.ουσ)
balano (ουσ αρσ )
balascio (ουσ αρσ )
balaustra (θηλ.ουσ)
balaustrata (θηλ.ουσ)
balaustro (ουσ αρσ )
balbettamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---