Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbagnàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [baɲˈɲata] 1 μπάνιο 2 βουτιά 3 ύγρανση 4 βρέξιμο 5 διαβροχή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |