ItalianoGreco


bagàglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [baˈgaʎʎo]

η αποσκευή


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


accettazione [θηλ.] bagagli = η παραλαβή αποσκεύων || bagagli [αρσ. πλυθ.] a mano = οι χειραποσκευές [f.] || fare i bagagli = φτιάχνω τις βαλίτσες μου || franchigia [θηλ.] bagaglio = η φορολογική ατέλεια αποσκευών || ritiro [αρσ.] bagagli = η παράδοση



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---