Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


baciapìle  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,baʧaˈpile]

1 φανατικός οπαδός
2 θρησκόληπτος αγύρτης
3 υποκριτής
4 ζηλωτής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  baciamano baciare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bacherozzo (ουσ αρσ )
bacherozzolo (ουσ αρσ )
bachicoltore (ουσ αρσ )
bachicoltura (θηλ.ουσ)
baciamano (ουσ αρσ )
baciapile (ουσ αρσ και θηλ.)
baciare (ρ. μτβ.)
baciarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
bacile (ουσ αρσ )
bacillare (επίθ.)
bacilliforme (επίθ.)
bacillo (ουσ αρσ )
bacinella (θηλ.ουσ)
bacinetto (ουσ αρσ )
bacino (ουσ αρσ )
bacio (ουσ αρσ )
bacio (επίθ.)
baciucchiare (ρ. μτβ.)
baco (ουσ αρσ )
bacologia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---