ItalianoGreco


baciapìle  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,baʧaˈpile]

1 φανατικός οπαδός
2 θρησκόληπτος αγύρτης
3 υποκριτής
4 ζηλωτής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---