Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


baccifórme  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [,batʧiˈforme]

ο σε σχήμα μούρου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bacchio bacco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bacchiare (ρ. μτβ.)
bacchiata (θηλ.ουσ)
bacchiatura (θηλ.ουσ)
bacchico (επίθ.)
bacchio (ουσ αρσ )
bacciforme (επίθ.)
bacco (ουσ αρσ )
bacheca (θηλ.ουσ)
bachelite (θηλ.ουσ)
bacherozzo (ουσ αρσ )
bacherozzolo (ουσ αρσ )
bachicoltore (ουσ αρσ )
bachicoltura (θηλ.ουσ)
baciamano (ουσ αρσ )
baciapile (ουσ αρσ και θηλ.)
baciare (ρ. μτβ.)
baciarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
bacile (ουσ αρσ )
bacillare (επίθ.)
bacilliforme (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---