Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bacchiatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [bakkjaˈtura]

1 συλλογή καρπών με ράβδισμα
2 εποχή συλλογής καρπών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bacchiata bacchico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bacchetto (ουσ αρσ )
bacchettone (ουσ αρσ )
bacchettoneria (θηλ.ουσ)
bacchiare (ρ. μτβ.)
bacchiata (θηλ.ουσ)
bacchiatura (θηλ.ουσ)
bacchico (επίθ.)
bacchio (ουσ αρσ )
bacciforme (επίθ.)
bacco (ουσ αρσ )
bacheca (θηλ.ουσ)
bachelite (θηλ.ουσ)
bacherozzo (ουσ αρσ )
bacherozzolo (ουσ αρσ )
bachicoltore (ουσ αρσ )
bachicoltura (θηλ.ουσ)
baciamano (ουσ αρσ )
baciapile (ουσ αρσ και θηλ.)
baciare (ρ. μτβ.)
baciarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---