Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbacchettóne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [bakketˈtone] 1 υποκριτής 2 ζηλωτής 3 φανατικός οπαδός 4 θρησκόληπτος αγύρτης 5 θρησκομανής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |