ItalianoGreco


bacchettonerìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [bakkettoneˈria]

1 φανατισμός
2 στενοκεφαλιά
3 στενομυαλιά
4 θρησκομανία
5 θρησκοληψία
6 συμπεριφορά φανατισμένου


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---