Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbaccellóne
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [batʧelˈlone] 1 αγενής 2 αγροίκος 3 τενεκές ξεγάνωτος (για άνθρωπο) 4 άνθρωπος αμαθής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |