Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


baccèllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [batˈʧɛllo]

1 άνθρωπος αμαθής
2 τενεκές ξεγάνωτος (για άνθρωπο)
3 τσόφλι
4 φλούδα
5 λοβός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  baccelliere baccellone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

baccano (ουσ αρσ )
baccante (θηλ.ουσ)
baccarà (ουσ αρσ )
baccelierato (ουσ αρσ )
baccelliere (ουσ αρσ )
baccello (ουσ αρσ )
baccellone (αρσ. επίθ και ουσ)
bacchetta (θηλ.ουσ)
bacchettare (ρ. μτβ.)
bacchettata (θηλ.ουσ)
bacchetto (ουσ αρσ )
bacchettone (ουσ αρσ )
bacchettoneria (θηλ.ουσ)
bacchiare (ρ. μτβ.)
bacchiata (θηλ.ουσ)
bacchiatura (θηλ.ουσ)
bacchico (επίθ.)
bacchio (ουσ αρσ )
bacciforme (επίθ.)
bacco (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---