Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbàcca
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈbakka] 1 φρούτο σαρκώδες (μπανάνα ή τομάτα κλπ) 2 σαρκώδες φρούτο (φράουλα ή μούρο κλπ) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |