Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbaccalàre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [bakkaˈlare] 1 ξυλοσκίστης 2 ξυλόσοφος 3 μωρόσοφος 4 που νομίζει πως τα ξέρει όλα 5 δοκησίσοφος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |