Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


azzurrìte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [addzurˈrite]

αζουρίτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  azzurrità azzurro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

azzurrare (ρ. μτβ.)
azzurrarsi (ρ.μ. (αντων.))
azzurrino (ουσ αρσ )
azzurrino (επίθ.)
azzurrità (θηλ.ουσ)
azzurrite (θηλ.ουσ)
azzurro (ουσ αρσ )
azzurro (επίθ.)
azzurrognolo (επίθ.)
babà (ουσ αρσ )
babau (ουσ αρσ )
babbeo (ουσ αρσ )
babbeo (επίθ.)
babbo (ουσ αρσ )
babbuasso (ουσ αρσ )
babbuccia (θηλ.ουσ)
babbuino (ουσ αρσ )
babele (θηλ.ουσ)
babelico (επίθ.)
babilonese (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---