Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arricciàre (ρ. μτβ.) arrogànza (θηλ.ουσ)
arricciàrsi (ρ. μ. αμτβ.) arrogàrsi (ρ. μ. μτβ.)
arricciatùra (θηλ.ουσ) arrogazióne (θηλ.ουσ)
arrìdere (ρ. μτβ. και αμετβ.) arrolaménto (ουσ αρσ )
arrìnga (θηλ.ουσ) arrolàre (ρ. μτβ.)
arringàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) arroncigliàre (ρ. μτβ.)
arringatóre (ουσ αρσ ) arrossaménto (ουσ αρσ )
arrischiàre (ρ. μτβ.) arrossàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arrischiàrsi (ρ. μ. αμτβ.) arrossàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
arrischiàto (επίθ.) arrossiménto (ουσ αρσ )
arrivàre (ρ.αμτβ.) arrossìre (ρ.αμτβ.)
arrivàto (αρσ. επίθ και ουσ) arrossirsi (ρ.μ. (αντων.))
arrivedérci (επιφ.) arrostiménto (ουσ αρσ )
arrivedérla (επιφ.) arrostìre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arrivìsmo (ουσ αρσ ) arrostìrsi (ρ. μ. αμτβ.)
arrivìsta (ουσ αρσ και θηλ.) arrostìta (θηλ.ουσ)
arrìvo (ουσ αρσ ) arrostìto (επίθ.)
arroccaménto (ουσ αρσ ) arròsto (ουσ αρσ )
arroccàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) arròsto (επίθ.)
arroccàrsi (ρ. μ. αμτβ.) arrotàre (ρ. μτβ.)
arròcco (ουσ αρσ ) arrotàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
arrochiménto (ουσ αρσ ) arrotatrìce (θηλ.ουσ)
arrochìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) arrotatùra (θηλ.ουσ)
arrochìrsi (ρ. μ. αμτβ.) arrotìno (ουσ αρσ )
arrogànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) arrotolaménto (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: