Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

λησμονή [θηλ.ουσ] λιάζομαι [ρ. παθ.]
λησμονημένος [επίθ.] λιάζω {έλιασα, λ...
λησμονητής [ουσ αρσ ] λιακάδα {χωρ. γεν....
λησμονιά η (χωρίς π... λιακωτό [ουσ ουδ.]
λησμονιάρης [επίθ.] λίαν [επίρ.]
λησμονώ {λησμον-εί... λιανά [ουσ ουδ πληθ.]
λησμοσύνη {χωρ. πληθ... λιανεύω (λιάνεψα)
λησταντάρτης {ληστανταρ... λιανίζω (λιάν-ισα,...
λησταποδόχος [ουσ αρσ και θηλ.] λιανικά [επίρ.]
λησταρχίνα [θηλ.ουσ] λιανικός [επίθ.]
λήσταρχος {χωρ. γεν.... λιάνισμα [ουσ ουδ.]
ληστεία {ληστειών} λιανισμένος [επίθ.]
ληστεμένος [επίθ.] λιανοντούφεκο [ουσ ουδ.]
ληστές [θηλ. ουσ πληθ.] λιανοπουλητής [ουσ αρσ ]
λήστευση [θηλ.ουσ] λιανοπωλητής [ουσ αρσ ]
ληστεύω {λήστ-εψα,... λιανός [επίθ.]
ληστής {θηλ. γεν.... λιανοτράγουδο [ουσ ουδ.]
ληστοπραξία {ληστοπραξ... λιασμένος [επίθ.]
ληστοσυμμορία {ληστοσυμμ... λιβάδι [ουσ ουδ.]
ληστοσυμμορίτης [ουσ αρσ ] λιβαδότοπος [ουσ αρσ ]
ληστοφυγόδικος [ουσ αρσ και θηλ.] Λιβανέζα [θηλ.ουσ]
ληστρικός [επίθ.] Λιβανέζος [ουσ αρσ ]
λήψη {-ης κ. -ε... λιβάνι {λιβαν-ιού...
ληψοδοσία {ληψοδοσιώ... λιβανίζω {λιβάνισ-α...
λία [επίρ.] λιβάνισμα [ουσ ουδ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: