Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλησμονή
ουσιαστικό θηλυκό variante di [λησμονιά] λησμονιά ουσιαστικό θηλυκό ((popolare)) ((letterario)) obli`o ~m~, dimentica`nza ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |