Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόληστεία
ουσιαστικό θηλυκό 1 rapi`na ~f~ ένοπλη ληστεία == rapina a mano armata 2 ((figurato)) furto ~m~ αυτό είναι καθαρή ληστεία! == ma questo è un vero furto! permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |