Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ηλιάζομαι
ρήμα παθητικό

variante di [λιάζομαι]

ηλιάζω
ρήμα μεταβατικό

variante di [λιάζω]

λιάζομαι
ρήμα παθητικό

stare, scalda`rsi al sole η γάτα λιάζεται στον κήπο == la gatta si scalda al sole in giardino

λιάζω  
ρήμα μεταβατικό

espo`rre, ste`ndere al sole λιάζω τη σταφίδα == stendere, seccare al sole l'uva sultanina && λιάζω τα σκεπάσματα == stendere le coperte al sole

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ηλεκτροχημικός ηλιακός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---